Δευτέρα 21 Ιουνίου 2010

Exile [by Ravi Shankar]

There’s nowhere else I’d rather not be than here,

but here I am nonetheless, dispossessed,

though not quite, because I never owned

what’s been taken from me, never have belonged

in and to a place, a people, a common history.

Even as a child when I was slurred in school –

towel head, dot boy, camel jockey –

none of the abuse was precise: only Sikhs

wear turbans, widows and young girls bindis,

not one species of camel is indigenous to India…

If, as Simone Weil writes, to be rooted

is the most important and least recognized need

of the human soul, behold: I am an epiphyte.

I conjure sustenance from thin air and the smell

of both camphor and meatloaf equally repel me.

I’ve worn a lungi pulled between my legs,

done designer drugs while subwoofers throbbed,

sipped masala chai steaming from a tin cup,

driven a Dodge across the Verrazano in rush hour,

and always to some degree felt extraneous,

like a meteorite happened upon bingo night.

This alien feeling, honed in aloneness to an edge,

uses me to carve an appropriate mask each morning.

I’m still unsure what effect it has on my soul.


Εξορία

Δεν υπάρχει μέρος που θα ήθελα πιο πολύ να μην είμαι παρά εδώ,

αλλά εδώ είμαι παρ’ όλα αυτά, με έχουν εκτοπίσει,

μα όχι ακριβώς, γιατί ποτέ μου δεν απέκτησα

ό,τι μου είχαν πάρει, ποτέ μου δεν ταίριαξα με,

ή δεν ανήκα σε κάποιο μέρος, κάποια φυλή, συλλογική ιστορία.

Και ως παιδί ακόμη, τότε που με συκοφαντούσαν στο σχολείο –

Πετσετοκέφαλε, Κουκίδα, Καμηλιέρη –

καμιά χυδαιολογία δεν ήταν ακριβής: μόνο οι Σιχ

φοράνε τουρμπάνι, οι χήρες και τα κορίτσια μπίντις,

κανένα είδος καμήλας δεν είναι ινδικό…

Αν, όπως γράφει η Simone Weil, το να ριζώνεις κάπου

είναι η σημαντικότερη και λιγότερο ομολογημένη ανάγκη

της ανθρώπινης ψυχής, δες: είμαι ένα επίφυτο.

Επικαλούμαι για τη συντήρησή μου το τίποτα, και η μυρωδιά

από καμφορά και κρέας με αηδιάζουν το ίδιο.

Έχω φορέσει ένα λούνγκι τραβηγμένο ανάμεσα στα πόδια μου,

έχω πάρει παρασκευασμένα φάρμακα με τα σαμπγούφερ γύρω να δονούνται,

έχω ρουφήξει αχνιστό masala chai από ένα τσίγκινο φλιτζάνι,

έχω οδηγήσει ένα Dodge διασχίζοντας το Βερατσάνο σε ώρα αιχμής,

και πάντα μου ένιωθα σε κάποιο βαθμό ξένος,

σαν μετεωρίτης κατά τη διάρκεια μια βραδιάς μπίνγκο.

Αυτό το αίσθημα της αποξένωσης, τροχισμένο σε μια γωνία μοναξιάς,

με χρησιμοποιεί να σμιλέψω κάθε πρωί την κατάλληλη μάσκα.

Ακόμη δεν είμαι σίγουρος για το πώς επιδρά στην ψυχή μου.


(Translated by Eftychia Panagiotou)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου