Δευτέρα 21 Ιουνίου 2010

Arabesque [by Don Schofield]

Arabesque
Hotel Four Season, Istanbul


Arabesques in Rustempasa Mosque,
Atik Valide, Iskele, Semsi Pasa,
and here where we have come to sip a drink,
enjoy the view of Sultanahmet Square,
the Sea of Marmara, the seagulls trace
arabesques above our heads, but now
they’re diving close to our veranda table-

twenty gulls along the hotel roof,
a dozen more screeching just above us.
We see the white and grey of underwings,
their eyes like specks of oil against their snow-
white skulls, feel air their wings all push against.

Is this the way we fled from Paradise,
gulls wheeling overhead, squealing fiercely,
and all the seasons happening at once?
Our waiter looks up nervously, explains
“They’re here because a baby gull fell into
the garden yesterday, can’t fly away.
I tried to catch it with a towel all morning.
Now it’s cowering behind the floodlights.”

No cowering in Paradise. Our fears
were just an easy tingling. Death a wheel,
a steady turning back toward life. Each prey
would freely give itself, like leaves in autumn
flaring golden. God revealed Himself
as reeling arabesques. No image there,
just endless intricate motifs.

And all
we’ve kept of pleasure, the softness of a lowered
breast, Iznik tiles, a countryside, in essence
arabesques And pain: “It won’t escape
the cats,” the waiter leans and whispers, breath
warm against my ear,
that arabesque.



ΑΡΑΒΟΥΡΓΗΜΑ

Ξενοδοχείο Four Seasons, Istanbul

Αραβουργήματα στο Τέμενος Rustempasa
Atik Valide, Iskele, Semsi Pasa,
κι εδώ που ήρθαμε να πιούμε μια γουλιά,
ν’ απολαύσουμε τη θέα της πλατείας Sultanahmet,
τη Θάλασσα του Μαρμαρά, τους γλάρους να φτιάχνουν
αραβουργήματα πάνω απ’ τα κεφάλια μας, τώρα όμως
βουτάνε προς το τραπέζι μας στη βεράντα-

είκοσι γλάροι στην ταράτσα του ξενοδοχείου,
άλλοι δώδεκα κράζοντας λίγο πάνω μας.
Βλέπουμε το λευκό και το γκρι κάτω απ’ τα φτερά τους,
τα μάτια τους σαν κηλίδες λαδιού στο χιόνι-
λευκά κρανία, νιώθουμε τον αέρα που σπρώχνουν τα φτερά τους.

Μ’ αυτό τον τρόπο εγκαταλείψαμε τον Παράδεισο,
οι γλάροι οδηγούσαν μπροστά, στριγγλίζοντας διαπεραστικά,
και όλες οι εποχές ήταν μία;
Ο σερβιτόρος κοιτάζει πάνω νευρικά, εξηγεί:
«Έχουν έρθει γιατί ένας μικρός γλάρος έπεσε στον
κήπο χτες και δεν μπορεί να πετάξει.
Όλο το πρωί προσπαθούσα να τον πιάσω με μια πετσέτα.
Τώρα έχει κουρνιάσει πίσω απ’ τους προβολείς.»

Δεν μπορείς να κουρνιάσεις στον Παράδεισο. Οι φόβοι μας
ήταν μόνο μια ελαφρά ανησυχία. Ο θάνατος τροχός,
μια σταθερή αναστροφή της ζωής. Κάθε θήραμα
προσφέρει πρόθυμα τον εαυτό του, σαν φύλλα το φθινόπωρο
ολόχρυσα. Ο Θεός αποκάλυψε τον Εαυτό του
σαν αραβουργήματα που ξετυλίγονται. Χωρίς εικόνα,
μόνο ατέλειωτα λεπταίσθητα μοτίβα.

Και ό,τι
κρατήσαμε από την απόλαυση, την απαλότητα ενός χαλαρωμένου στήθους, τα πλακάκια του Iznik, μια εξοχή, αληθινά
αραβουργήματα. Και τον πόνο: «Δεν θα τη γλιτώσει από
τις γάτες», ο σερβιτόρος γέρνει και ψιθυρίζει, η αναπνοή του
ζεστή στο αυτί μου,
αυτό το αραβούργημα.


Μετάφραση: Σωκράτης Καμπουρόπουλος
Translated by Socrates Kabouropoulos

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου